σποδησιλαύρα

σποδησιλαύρα
ἡ, Α
πόρνη που τριγυρίζει στα σοκάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδῶ «συνευρίσκομαι παράνομα» + λαύρα, συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σποδησιλαύρα — σποδησιλαύρᾱ , σποδησιλαύρα street walker fem nom/voc/acc dual σποδησιλαύρᾱ , σποδησιλαύρα street walker fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”